- ξέντυμα
- το [ξεντύνω]γδύσιμο, αφαίρεση τών ενδυμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδυτήριο — το (συνήθ. στον πληθυντικό), ο ορισμένος για το ξέντυμα τόπος (σε λουτρά, γυμναστήρια κτλ.): Εκείνη τη στιγμή οι αθλητές βρίσκονταν στα αποδυτήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)